Η Εβελίνα το μαθαίνει

Το πρώτο βράδι που γεννήθηκε ο μπεμπουλίνος μας δε με άφησαν να μείνω στο μαιευτήριο. Είναι κοινή πρακτική έμαθα, το κάνουν σε όλους. Γύρισα σπίτι λοιπόν, ανυπομονώντας να περάσουν οι ώρες και τα λεπτά μέχρι να ξημερώσει η επόμενη μέρα. Δε με χωρούσε ο τόπος. Ούτε να καθήσω ήθελα, ούτε να μείνω όρθιος. Όλο μου το είναι ήταν ένας μπεμπουλίνος, ένα τόσο δα πλασματάκι.

Κατέβηκα στον πεθερό μου που πάντα φροντίζει να έχει παγωμένες μπύρες, κι εκείνο το βράδι είχαμε εξαιρετικό λόγο να τις τιμήσουμε. Ήπιαμε αρκετές, μέχρι που ένιωσα ότι ίσως και να κατάφερνε να με πάρει ο ύπνος. Ανέβηκα στο σπίτι μας και ξάπλωσα. Ξαφνικά πετάχτηκα πάνω, βέβαιος ότι έχει ξημερώσει. Το ρολόι είχε άλλη γνώμη όμως: είχαν περάσει μόλις είκοσι λεπτά! Γύρισα πλευρό και προσπάθησα να ξανακοιμηθώ. Πάλι πετάχτηκα να ετοιμαστώ, αλλά το ρολόι δε βιαζόταν καθόλου: άλλη μισή ώρα πέρασε… Το ίδιο γινόταν μέχρι τις πέντε, οπότε δε μπορούσα πια να κρατηθώ στο κρεβάτι. Ήταν όμως νωρίς για να πάω στο μαιευτήριο, οπότε κατέβηκα στο σαλόνι κοιτώντας το στερεοφωνικό με άγριες διαθέσεις. Μια κοπέλα από το γραφείο μου είχε γράψει πρόσφατα ένα CD με επιλογές από ατμοσφαιρική μουσική, και εκείνη ήταν η καταλληλότερη ώρα να το ακούσω. Πρέπει να το άκουσαν σε όλη την περιοχή τελικά. Βοηθούσε και το φως της αυγής – ξεχείλιζα από ανείπωτη ευτυχία. Δάκρυζα από χαρά, από ανυπομονησία να δω το αστέρι μου, ήταν το πρώτο ξημέρωμα που ήμουν μπαμπάς!

Αυτά όμως έγιναν δυο μέρες νωρίτερα. Λες και κάποιος έπαιζε μαζί μου, τώρα μου συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Μόνος στο σπίτι, ο μπεμπάκος μας ήταν στην εντατική του Αγία Σοφία ανάμεσα σε αγνώστους, κι εγώ έπρεπε να κρύψω καλά την ψυχή μου που είχε γίνει πίσσα και να πάω στην Εβελίνα φορώντας το χαλαρό μου ύφος. Πάντα τα κατάφερνα σε τέτοιες περιστάσεις, δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά – καβάλησα τη μηχανή και πήγα.

Δε μου αρέσει να λέω ψέματα, δε χωράω μέσα στον εαυτό μου μετά. Αισθάνομαι ότι είμαι λερωμένος. Έπρεπε να πω ψέματα όμως, ήταν για καλό. Η Εβελίνα πίστευε ότι ο μπεμπάκος είχε πάει στο Αγία Σοφία για εξετάσεις και δεν υπηρχε λόγος να μάθει κάτι άλλο, όχι ακόμα τουλάχιστον. Πόσο θα της το κρατούσα κρυφό όμως; Όσο χρειαζόταν, σκέφτηκα.

Οι δύο επόμενες μέρες πέρασαν ανάμεσα στο Έλενα και το Αγία Σοφία, ανάμεσα στην Εβελίνα και το μπεμπουλίνο. Ήμουν χωρισμένος στα δύο, αισθανόμουν ότι σε όποιον από τους δύο και να ήμουν, ένα μέρος από τη σκέψη μου ήταν στον άλλο. Στο μπεμπάκο έκαναν εξετάσεις επί εξετάσεων, το είχαν κατατρυπήσει το μωράκι μου… Δεν υπήρχε αμφιβολία, η αορτή του ήταν χωρισμένη στα δύο και η επέμβαση ήταν αναγκαία.

Ο Θεός λένε δε σου στέλνει τίποτε αν πιστεύει ότι δε μπορείς να το αντέξεις. Κατά άλλους, αν σου στείλει κάτι αναπάντεχο, σου στέλνει και τη δύναμη να το αντιμετωπίσεις. Όποιο από τα δύο και αν ισχύει, είναι η αλήθεια. Μέσα σε δύο μέρες το είχα πάρει ήδη απόφαση και το έβλεπα ψύχραιμα. Αφού είναι να γίνει, ας γίνει. Αν κάτσω και σκάσω από τη στενοχώρια μου, όχι μόνο δε θα στηρίξω την Εβελίνα όταν έρθει η ώρα, αλλά θα της προσθέσω και μένα στις έννοιες της. Το πήρα απόφαση λοιπόν, ό,τι είναι να γίνει θα γίνει, θα το αντιμετωπίσω όρθιος, και θα στηρίξω και την Εβελίνα. Ξαφνικά, ένιωθα σαν Άτλαντας που κρατά στους ώμους του όλο τον κόσμο. Πού τη βρήκα τόση δύναμη;

Την επόμενη μέρα, ήταν η τελευταία μέρα της Εβελίνας στο μαιευτήριο. Πλησίαζε η ώρα της αλήθειας. Έπρεπε να βρω τρόπο να της το πω. Όταν το επόμενο πρωί έπαιρνε το εξιτήριο, το πρώτο πράγμα που θα ήθελε να κάνει είναι να πάει στο Αγία Σοφία να δει το μπέμπη. Εγώ λοιπόν έπρεπε μέχρι τότε να την έχω ενημερώσει. Συνεννοήθηκα με τους γονείς μας να φύγουν νωρίτερα εκείνο το απόγευμα και μείναμε οι δυο μας. Ξεκίνησα την κουβέντα μαλακά, παρατηρώντας τις αντιδράσεις της. Της είπα για τις εξετάσεις που έκαναν στο μπέμπη, τον υπέρηχο, τα καρδιογραφήματα και κατέληξα λέγοντάς της για την επέμβαση. Η αντίδρασή της ήταν πολύ πιο ψύχραιμη απ’ ότι είχα φανταστεί. Εκείνη την ώρα μας έδενε η κατάσταση του μπέμπη, ξέραμε ότι μόνο αν είχαμε ο ένας τον άλλο για στήριγμα θα τα καταφέρναμε.

Το άλλο πρωί την πήγα με τη μηχανή στο Αγία Σοφία. Ούτε καισαρική θυμόταν ούτε τίποτα, το μόνο που ήθελε ήταν να δει το μπουμπούκι μας. Τι πίκρα είναι όμως κι αυτή, να έχεις το μονάκριβο παιδάκι σου σε μια θερμοκοιτίδα δέκα μέτρα μακριά σου και να μη σ’ αφήνουν να το δεις παρά μόνο δύο φορές την ημέρα από είκοσι λεπτά την καθεμία… Ποιος το σκέφτηκε αυτό το ηλίθιο σύστημα και σε τι ωφελεί; Σαν τα άτακτα παιδιά, όταν δεν ήταν κανείς κοντά να με δει, πλησίαζα την πόρτα της εντατικής μήπως δω κλεφτά το μωρούλι μου για μια στιγμή, να δω αν είναι καλά, αν ζει ακόμα. Αν ζει ακόμα… Τι μαρτύριο να ζεις με το φόβο του θανάτου κάθε λεπτό… Πόσο μικρά και τιποτένια μου φαινόταν τώρα τα προβλήματα που με βασάνιζαν μια εβδομάδα νωρίτερα…

Ο Παναγιώτης στην εντατική του Αγία ΣοφίαΕντατική στο Αγία Σοφία. Ένα μέρος με πολλές θερμοκοιτίδες, ένα σωρό μωράκια που είχαν κάποιο πρόβλημα και προσπαθούν να κρατηθούν στη ζωή. Ένα σωρό γονείς που, σαν κι εμάς, ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι που ξαφνικά έγιναν ήρωες. Όσο περιμέναμε να μας φωνάξουν για να δούμε το παιδί, παρατηρούσα τους άλλους γονείς. Ο καθένας το αντιμετώπιζε με τον τρόπο του, αλλά όλοι τα κατάφερναν. Α, ίσως όχι όλοι. Κάποιος όταν έμαθε ότι το παιδάκι του έχει καρδιοπάθεια, το άφησε στο Αγία Σοφία και δεν ξαναγύρισε. Δεν το χωρούσε ο νους μου, πίστευα ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό να έχει ξανασυμβεί, μέχρι που έμαθα ότι σχεδόν κάθε μονάδα στο Αγία Σοφία έχει κι από ένα εγκατελειμμένο παιδάκι. Μερικά από αυτά είναι απολύτως υγιή, αλλά οι “γονείς” τους τα εγκατέλειψαν για τους δικούς τους λόγους. Ένα τέτοιο κοριτσάκι ήταν και στην εντατική, η Άρτεμη. Την είχαν βαφτίσει οι νοσοκόμες με τον παπα-Γιάννη. Με την Εβελίνα σκεφτήκαμε ότι αν δεν τα κατάφερνε ο μικρούλης μας, θα ζητούσαμε να υιοθετήσουμε εκείνη. Ο μικρούλης μας όμως είναι γενναίος μαχητής και έζησε τελικά. Συγνώμη Άρτεμη…

 

Αφήστε το σχόλιό σας