Η πρώτη επέμβαση

Η πρώτη επέμβασηΗ υφή του χρόνου είχε αλλάξει για μας. Δεν τον μετρούσαμε πια με μέρες, ώρες, λεπτά ή δευτερόλεπτα. Δεν είχαν καμία σημασία για μας οι δείκτες του ρολογιού. Ο χρόνος είχε αποκτήσει καινούργιο νόημα και τα ρολόγια δεν ήξεραν πώς να τον μετρήσουν. Είχαμε ανακαλύψει ότι για μας ο χρόνος πέρναγε με ανάσες. Στις δύο φορές που μας επέτρεπαν να βλέπουμε το σπουργιτάκι μας κάθε μέρα, παρατηρούσαμε την ανάσα του, το μικροσκοπικό και βελούδινο στηθάκι του να ανεβοκατεβαίνει με ρυθμό, σαν να μας λέει “ζω μπαμπά, δες με – μαμά, κοίτα με που ανασαίνω”. Δε μας επέτρεπαν να τον αγγίζουμε, οπότε είχαμε αρκεστεί να τον βλέπουμε και να του τραγουδάμε παιδικά τραγουδάκια έξω από τη θερμοκοιτίδα. Οι ανάσες του μπέμπη πέρναγαν πολύ γρήγορα όμως και σύντομα οι νοσοκόμες μας έβγαζαν έξω. Τι παράλογο… Πώς είναι δυνατό να φύγουμε εμείς και να μείνει το μονάκριβό μας εκεί; Πώς είναι δυνατό να πάμε εμείς στην ασφάλεια του σπιτιού μας και να αφήσουμε το μωρούλι μας μέσα σε ένα διαφανές κουτί, κάτω από κείνη τη λάμπα φθορισμού που δεν έσβηνε ποτέ, να ακούει διαρκώς μηχανήματα να δουλεύουν γύρω του;

Μετά από κάθε επισκεπτήριο, κάθε φορά, συνωστιζόμασταν όλοι οι γονείς έξω από το γραφείο των γιατρών, όπου μας δεχόταν ο εφημερεύων ανά ζευγάρι και μας εξηγούσαν την πορεία του παιδιού. Στη θεωρία δηλαδή, γιατί στην πράξη ό,τι ήταν να ακούσουμε το είχαμε ακούσει τις δυο πρώτες μέρες. Στην πράξη, είχαμε έντονη την αίσθηση ότι οι γιατροί δεν έκαναν κάτι δραστικό αλλά παρακολουθούσαν παθητικά σαν κι εμάς και απλώς μας εξηγούσαν αυτά που έβλεπαν. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα αν υπήρχε και κάτι άλλο που μπορούσαν να κάνουν ή μέχρι εδώ είναι τα όρια της επιστήμης τους. Σκεπτόμενος θετικά, προσπαθούσα εγώ να εμψυχώσω γιατρούς και νοσοκόμες να κάνουν το καλύτερο που μπορούσαν, αλλά αυτή η επίμονη αίσθηση της αδράνειας κρεμόταν από πάνω μου σαν το δρεπάνι του χάρου. Και ίσως όχι αδικαιολόγητα.

Περίπου μια εβδομάδα αργότερα, πήγαμε να τον δούμε στο καθιερωμένο πια μεσημεριανό επισκεπτήριο και παρατηρήσαμε ότι η κοιλίτσα του μπέμπη μας είχε πρηστεί. Ή τουλάχιστον έτσι μας φαινόταν. Από κει που ήταν ένα ήσυχο κι αμέριμνο μωράκι, άρχισε να κλαίει σπαρακτικά, σταματώντας μόνο για να πάρει μερικές ανάσες. Θορυβημένοι, το είπαμε στην προϊσταμένη, η οποία κάλεσε την εφημερεύουσα ιατρό, η οποία μας εξήγησε ότι έτσι κάνουν όλα τα μωράκια και ότι αυτό οφείλεται στα αέρια που μαζεύονται στην κοιλίτσα τους. Δε μπορώ να πω ότι πείστηκα απολύτως, αλλά δεν είχα ούτε γνώσεις ούτε κανένα επιχείρημα για να την αντικρούσω. Εκείνη είναι έμπειρη γιατρός, εγώ ένας φρέσκος μπαμπάς. Εκείνη έχει δει εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες μωράκια σαν το δικό μου, εμένα ήταν το πρώτο και μοναδικό. Δεν είχαμε άλλη επιλογή – στο τέλος του επισκεπτηρίου, αφήσαμε το μπεμπάκο μας να κλαίει ασταμάτητα και φύγαμε, για να γυρίσουμε το απόγευμα πάλι.

Εκείνες τις μέρες, σκέφτηκα ότι είναι απαραίτητο να έχω το κινητό συνδεδεμένο μονίμως στο αυτί μου με handsfree. Το έβγαζα μόνο στο επισκεπτήριο, και μετά το ξαναφορούσα. Οποτεδήποτε βρισκόμουν μακριά από το μπέμπη ή την Εβελίνα, το handsfree κρεμόταν από το αυτί μου, σαν φυσική του προέκταση. Ευτυχώς.

Ανεβαίνοντας την Εθνική για Άγιο Στέφανο, το άκουσα να κουδουνίζει μέσα στο κράνος. Μερικές στιγμές μετά, άκουσα τη φωνή από την άλλη μεριά: “σας τηλεφωνώ από το Αγία Σοφία”. Ψύχραιμα, πήρα μια βαθιά ανάσα, άφησα το δεξί χέρι από το γκάζι, άναψα μηχανικά φλας και έκανα δεξιά. Το μυαλό μου δεν ήθελε να λειτουργήσει. Δεν ήξερα τι θα άκουγα αλλά φοβόμουν ότι δε θα είχα τον έλεγχο της μηχανής μετά, οπότε γρήγορα σταμάτησα στην άκρη του δρόμου.

– Πόσο σύντομα μπορείτε να έλθετε στο νοσοκομείο;
– Τι συμβαίνει γιατρέ; Τώρα μόλις φύγαμε…
– Το παιδί σας έπαθε διάτρηση εντέρου και πρέπει να χειρουργηθεί αμέσως.
– Μα γιατρέ, τώρα φύγαμε από κει, πότε πρόλαβε να συμβεί αυτό;
– Κύριέ μου, πρέπει να έλθετε το συντομότερο γιατί χρειαζόμαστε την υπογραφή σας για να προχωρήσουμε με το χειρουργείο και η κατάσταση είναι κρίσιμη.

Δεν κατάλαβα αν μου έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα ή απλώς εγώ χάθηκα για μερικά λεπτά. Τι σχέση έχει το εντεράκι με την καρδούλα του; Η καρδούλα είχε το πρόβλημα, έτσι δεν είναι; Τουλάχιστον ζει…

Στη διαδρομή που μεσολαβούσε από κει που βρισκόμουν μέχρι το Αγία Σοφία πρέπει να ήμουν δημόσιος κίνδυνος. Άνοιξα το γκάζι και δεν το έκλεισα παρά μόνο όταν βρέθηκα μέσα στο νοσοκομείο. Δε με σταματούσε ούτε κόκκινο, ούτε κίνηση, ούτε πεζοδρόμια, ούτε τίποτε. Έφτασα στο νοσοκομείο, παράτησα τη μηχανή σε μια άκρη και έτρεξα στην εντατική. Για άλλη μία φορά βρισκόμουν στην εντατική εκτός ωρών επισκεπτηρίου, και η εμπειρία μου από την πρώτη φορά δεν ήταν ακριβώς ενθαρρυντική. Ο γιατρός που με είχε πάρει τηλέφωνο με ενημέρωνε καθώς ετοίμαζε βιαστικά τα χαρτιά και συντόνιζε τα πάντα. Σύμφωνα με τα λόγια του, η καρδούλα του μωρού μας αδυνατούσε να τροφοδοτήσει με οξυγόνο όλα τα όργανα και έτσι τα εντεράκια του σταμάτησαν να λειτουργούν για να πάρει το οξυγόνο που χρειαζόταν ο εγκέφαλος. Καθώς αυτό συνέβη για πάνω από αρκετές ώρες, τα εντεράκια άρχισαν να σαπίζουν, δημιουργώντας το πρήξιμο που είχα δει το πρωί. Στις ερωτήσεις μου αν θα μπορούσε να το είχε διαγνώσει κάποιος νωρίτερα το πρωί ή το προηγούμενο βράδι, ο γιατρός απαντούσε κάθε φορά κάτι άσχετο. Πόσα παιδάκια είχαν εμπιστευτεί σε εκείνη την άσχετη την πρωινή μέχρι σήμερα; Πόσα παιδάκια έχουν πάθει το ίδιο κι εκείνη νόμιζε ότι “έχουν αέρια”;

Δεν υπήρχε χρόνος για τέτοιες σκέψεις όμως. Όλοι γύρω μας προσπαθούσαν να μας προετοιμάσουν για το χειρότερο. Πάει, ως εδώ ήταν. Αυτές ήταν οι τελευταίες του ανάσες. Μέχρι το βράδι, θα ήμασταν γονείς χωρίς παιδί. Τρέξαμε να βρούμε τον παπα-Γιάννη, τουλάχιστον να μην πάει αβάφτιστο το καημενούλι μας. Ήταν όμως ήδη απόγευμα κι ο παπα-Γιάννης είχε φύγει. Κάποιος μέσα στη νεφέλη μας, μας εξήγησε πώς γίνεται το αεροβάπτισμα και μας καθησύχασε ότι είναι εξίσου βάπτισμα και χωρίς παπά και κολυμπήθρα. Τρέξαμε στην εντατική και ακολουθήσαμε τις απλές οδηγίες: Ζητήσαμε να είναι παρούσες δυο νοσοκόμες, βγάλαμε τον μπεμπάκο μας από τη θερμοκοιτίδα, τον σήκωσα στα χέρια μου σχηματίζοντας σταυρό στον αέρα τρεις φορές λέγοντας

“Βαπτίζεται ο δούλος Του Θεού Παναγιώτης…”
“εις το όνομα Του Πατρός…”
“και Του Υιού…”
“και Του Αγίου Πνεύματος”

Παναγιώτης… Τώρα ο μπεμπάκος μας είχε και όνομα. Όχι, δε λέγεται ο πατέρας μου έτσι, ούτε ο πατέρας της Εβελίνας. Ήταν κάτι που σκεφτόμασταν και μας πρότεινε και ο πατέρας μου: “αφήστε το έθιμο και δώστε στο παιδί το όνομα της Παναγίας”. Έτσι κι έγινε. Παναγιώτης λοιπόν. Μαζί με το όνομα, της υποσχεθήκαμε αν ζούσε να της τον πηγαίνουμε και στην Τήνο κάθε δεκαπενταύγουστο, να τον βλέπει.

Ο Παναγιώτης έκλαιγε διαρκώς. Η κοιλίτσα του φαινόταν να έχει πρηστεί κι άλλο. Έξω από την εντατική είχαν μαζευτεί συγγενείς και φίλοι που είχαν μάθει για την εγχείρηση. Πότε πρόλαβε και ήρθε όλος αυτός ο κόσμος; Και γιατί; Για να συμπαρασταθούν σε μας; Χλωμό – μάλλον εμείς ήμασταν το στήριγμά τους. Για να αποχαιρετήσουν τον Παναγιώτη; Δεν ξέρω, μπορεί, αλλά ήταν το τελευταίο που με ένοιαζε. Ήρθαν να τον πάρουν. Του συνέδεσαν φορητό μόνιτορ και συσκευή οξυγόνου, αποσυνέδεσαν τις παροχές της θερμοκοιτίδας και αρχίσαμε να τον σπρώχνουμε προς τα έξω. Αισθανόμουν σαν να πηγαίνω κουνελάκι στο χασάπη. Το κουνελάκι μου το αγαπημένο, που έκλαιγε διαρκώς εκείνη τη μέρα…

Ο χειρούργος μας συνάντησε στον προθάλαμο των χειρουργείων, στο ισόγειο. Μας εξήγησε ότι θα πρέπει να αφαιρέσει τμήμα από το εντεράκι του παιδιού και ότι η κατάστασή του λόγω της καρδιοπάθειας είναι πολύ δύσκολη και δε μπορούσε να μας υποσχεθεί τίποτε. Του ζητήσαμε να κάνει το καλύτερο που μπορούσε, χαιρετήσαμε τον Παναγιωτάκη μας, και τους αφήσαμε να συνεχίσουν στα ενδότερα.

Ξεκίνησε λοιπόν. Ξαφνικά, ο χρόνος άλλαξε ξανά υφή. Θυμήθηκε τον παλιό του εαυτό και το γύρισε στα δευτερόλεπτα.
Τικ, τακ… Τικ, τακ… Τικ, τακ…
Τώρα θα τον έχουν κοιμίσει… Τώρα θα έχουν ξεκινήσει… Τώρα πια θα κοντεύουν… Τώρα όπου νά’ναι θα βγουν… Μα τι κάνουν τόσες ώρες; Μήπως κάτι δεν πήγε καλά; Μήπως δεν τα κατάφερε; Αλλά θα είχε βγει κάποιος να μας το πει… Μα τι κάνουν επιτέλους τόσες ώρες;

Ξύπνα! Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. Είναι στα χέρια Του Θεού τώρα, ας γίνει ό,τι αποφασίσει Εκείνος. Πήρα την Εβελίνα και βγήκαμε έξω να πάρουμε αέρα. Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει…

Αφήστε το σχόλιό σας