Η γέννηση

30 Ιουλίου 2004
Μαιευτήριο Έλενα
Ιατρός: Γ. Φαρμακίδης

Ένα πρωινό σαν όλα τα άλλα. Οι πελάτες απαιτητικοί όπως πάντα, οι δανειστές απαιτητικοί όπως πάντα, και οι οφειλέτες άφαντοι, όπως πάντα. Είχα σχεδόν ξεχάσει ότι η Εβελίνα ήταν έγκυος στην τελευταία εβδομάδα. Κανονικά θα έπρεπε να κυκλοφορώ με το κινητό κολλημένο στο αυτί μου, αλλά εκείνη τη μέρα είχα τόση δουλειά που ξεχάστηκα.

Φρόντισε να μου το θυμίσει η Εβελίνα: “Έχω πεντάλεπτους πόνους, γεννάμε”.

Αρκουδάκια στο δωμάτιο του ΠαναγιώτηΓεννάμε; Ποιος γεννάει; Δηλαδή τώρα θα γίνω πατέρας; Θα τα καταφέρω; Ξαφνικά ένιωσα μεγαλύτερο το βάρος της ευθύνης. Πρέπει να τα καταφέρω, και θα τα καταφέρω.

Δεν υπήρχε χρόνος να πάω στο σπίτι να την πάρω, το μαιευτήριο είναι αρκετά χιλιόμετρα μακριά και κάτι μας έλεγε ότι δε θα προλάβουμε. Ευτυχώς που στο κάτω σπίτι μένουν οι γονείς της και θα τη φέρει ο μπαμπάς της με το αυτοκίνητο. Εγώ θα ακολουθήσω με τη μηχανή.

Στο δρόμο πηγαίναμε δίπλα δίπλα. Η Εβελίνα μου με κοίταζε μέσα από το παράθυρο του αυτοκινήτου με ένα ύφος που δεν είχα ξαναδεί ως τότε. Σαν να μου έλεγε “φοβάμαι, κάνε κάτι”. Τι θα μπορούσα να κάνω; Κουταμάρες – δεν υπήρχε λόγος να φοβάται, όλα θα πήγαιναν καλά. Τόσα παιδιά γεννιούνται κάθε μέρα, τι θα μπορούσε να μην πάει καλά; Οι εξετάσεις της το έλεγαν καθαρά, έχουμε ένα υγιέστατο αγοράκι και η κύηση ήταν άψογη. Όλα θα πάνε καλά.

Φτάσαμε στο Έλενα, όπου μας περίμεναν οι γονείς μου. Έγινε η εισαγωγή και χωρίς να το καταλάβω η Εβελίνα φορούσε ήδη τη γαλάζια ποδιά της ετοιμόγεννης. Ο γιατρός της αποφάσισε να πάρει το παιδί με καισαρική γιατί δεν είχε κατέβει αρκετά. Κάποιος νοσοκόμος την έβαλε να καθήσει σε ένα τροχήλατο κάθισμα και την οδήγησε στο θάλαμο αναμονής. Αφού πλύθηκα επιμελώς και φόρεσα τα πράσινα ρούχα, μπήκα κι εγώ μαζί της. Έφτασε η ώρα λοιπόν.

Η αναισθησιολόγος έκανε την προνάρκωση και εγώ θα καθόμουν μαζί της μέχρι να την πάρουν στο χειρουργείο. Το ηχείο δίπλα μας φώναζε ότι η καρδούλα του μπέμπη μας χτυπάει. Ο μπέμπης μας! Σε λίγα λεπτά θα τον κρατούσα στην αγκαλιά μου! Τα μάτια της Εβελίνας μου είχαν βασιλέψει από τη νάρκωση και τα δικά μου από την προσμονή. Ο μπέμπης μας! Πώς να είναι άραγε; Τι θα του πω όταν τον δω; Πρέπει να του δείξω τον κόσμο, να τον προετοιμάσω. Είχα βυθιστεί στις ρόδινες σκέψεις μου όταν η Εβελίνα μου είπε με σβησμένη φωνή “κάτι τρέχει“…

Τι μπορεί να τρέχει; Τα νερά; Σήκωσα το σεντόνι που της σκέπαζε τα πόδια και μαρμάρωσα με το θέαμα…

Αίμα… Πολύ αίμα… Από πού έβγαινε όλο αυτό το αίμα; Τι συνέβη; Δε μπορεί τόσο αίμα να είναι φυσιολογικό…

“Κινήσου ψύχραιμα” σκέφτηκα, “η Εβελίνα φοβάται εύκολα και δεν ξέρεις πώς μπορεί να αντιδράσει στην κατάστασή της αν καταλάβει τι συμβαίνει”.

– Τα νερά είναι Εβελίνα μου. Θα πάω να πω στο γιατρό ότι ήρθε η ώρα.

Μου χάρισε ένα βασιλεμένο χαμόγελο. Βγήκα με μαλακά βήματα έξω για να μην προδώσω τον τρόμο που με είχε κυριεύσει. Μόλις πέρασα την πόρτα, έτρεξα και τράβηξα μια νοσοκόμα από το χέρι. Δε θυμάμαι τι της είπα. Θυμάμαι όμως τον τρόμο στα μάτια της όταν το άκουσε. Η επόμενη σκηνή που θυμάμαι είναι ο γιατρός να σηκώνει τα μανίκια του ενώ έτρεχε προς το θαλαμάκι της Εβελίνας ακολουθούμενος από ένα σωρό κόσμο. Μου είπε να βγω έξω και με καθυσήχασε ότι σε πέντε λεπτά θα δω το γιο μου και σε είκοσι τη γυναίκα μου.

Αυτά τα νούμερα με καθησύχασαν για κάποιο παράξενο λόγο. Μου έδιναν μια αίσθηση ετοιμότητας. Παρότι συνέβη αυτό, που δεν ήξερα ακόμη τι ήταν, υπήρχε ένα πρόγραμμα, ένα πλάνο. Ήσυχος, βγήκα έξω.

Οι γονείς μας ήταν εκεί κι ένας καλός μου φίλος. Δε θυμάμαι αν μιλούσαμε ή τι λέγαμε. Θυμάμαι ότι αυτά τα πέντε λεπτά πέρασαν σαν αστραπή. Άνοιξε μια πόρτα μπροστά μου, βγήκε ένα κεφάλι με πράσινο σκούφο και μέσα από τις ασυναρτησίες που έλεγε ξεχώρισα το όνομά μου. Ένα πουλί φτερούγισε στο στήθος μου. Τον ακολούθησα μεθυσμένος. Ήρθε η ώρα, θα αντικρύσω επιτέλους το γιο μου! Μια νοσοκόμα πλησίαζε προς το μέρος μας σπρώχνοντας ένα πυρέξ (πώς λέγεται αυτό στ’ αλήθεια;) με ένα κουβαράκι από πράσινα ρούχα μέσα. Βούρκωσα, αλλά αμέσως σκούπισα τα μάτια μου για να απολαύσουν το γιο μου που ερχόταν.

Με μια απίστευτη γρηγοράδα, η νοσοκόμα άρχισε να μου εξιστορεί ότι αυτό που έπαθε η Εβελίνα ήταν αποκόλληση πλακούντα, ότι έκαναν το παν και έσωσαν εκείνη και το μωρό από θαύμα. Ενώ μιλούσε ακατάπαυστα τσαλαπατώντας και βιάζοντας τις παρθενικές στιγμές με το μπέμπη μου, ξετύλιξε τα πράσινα ρουχαλάκια και μου έδειχνε γρήγορα πιέζοντας τα τρυφερά του μαγουλάκια ότι είχε καταπιεί αίμα, μετά τον γύρισε μπρούμυτα σαν να κρατούσε ζύμη για πίτσα, και μου έδειχνε τα αίματα σε διάφορες πτυχές του σώματός του, διαρκώς μιλώντας και γυρνώντας το μωρό από δω κι από κει.

Ο μικρός κόκκινος εαυτός μου στον αριστερό μου ώμο μου έλεγε ότι αυτή η γυναίκα προσπαθούσε να πάρει φιλοδώρημα που έσωσε το παιδί από την τόσο δύσκολη αυτή κατάσταση και γι αυτό φερόταν έτσι. Η αντίδραση που θα είχα σε άλλη περίπτωση θα με έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση, ίσως να είχε και νομικές συνέπειες, αλλά εκείνες οι στιγμές ήταν οι πρώτες στιγμές με το μπέμπη μου. Έσβησα αμέσως το μελανό σημείο από τον κόσμο μου και κλείδωσα τα μάτια μου στο μπεμπουλίνο μου. Τι όμορφος που ήταν! Δε μπορούσα να καταλάβω σε ποιον μοιάζει, αλλά τι σημασία έχει; Είχα μπροστά μου το γιοκαρίνι μου!

Το κόκκινο ανθρωπάκι είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητικό όταν η νοσοκόμα πήρε πίσω το παιδί με φανερή απογοήτευση από την έλλειψη φιλοδωρήματος, αλλά είπαμε, αυτές οι στιγμές ήταν ιερές, δε θα άφηνα κακές σκέψεις να μου τις χαλάσουν. Λίγο αργότερα είδα και την Εβελίνα. Πόσο χλωμούλα ήταν!

Οι επόμενες ώρες πέρασαν με το δικό τους ρυθμό, που δεν συμβάδιζε με το ρυθμό του υπόλοιπου χρόνου. Δεν πέρασαν γρήγορα, ούτε αργά – πέρασαν διαφορετικά. Ο γιατρός της Εβελίνας μας είπε ότι αν αυτό που συνέβη είχε γίνει την ώρα που ήρθαμε, το παιδί θα το είχαμε χάσει σίγουρα, ίσως και την ίδια την Εβελίνα. Ήμασταν τυχεροί που συνέβη στην προνάρκωση, όταν η Εβελίνα ήταν πια έτοιμη για το χειρουργείο. Για προληπτικούς λόγους όπως μας είπε, θα κρατούσαν το μπέμπη μας στην εντατική εκείνο το βράδι.

Αργότερα εκείνο το απόγευμα, όταν η Εβελίνα σηκώθηκε στα πόδια της, κατεβήκαμε στην εντατική να δούμε το μπεμπουλίνο μας. Τι όμορφο παιδάκι ήταν αυτό; Πόσο τυχεροί μπορεί να είμαστε; Και τι είναι ένα βράδι; Τα επόμενα βράδια θα τον είχαμε μαζί μας στο δωμάτιο και μετά στο σπίτι. Ας είναι, ένα βράδι είναι, θα περάσει.

 

Αφήστε το σχόλιό σας